- χρωτίδιον
- τὸ, Αμαλακή, τρυφερή επιδερμίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρώς, χρωτός + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. σωλην-ίδιον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρωτίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρώς — γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ (λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα μσν. αρχ. 1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν. β. «αἰεὶ τῷ γ ἔσται χρὼς… … Dictionary of Greek